Φόρτωση ...

"μια ποιητική συλλογή, που πρέπει να πω ότι δεν μοιάζει με άλλες..." - Κριτική για το βιβλίο "Υποψία Πύρινη"

Αγαπητή μου Βασιλική, Καλημέρα

 

Λόγοι ανεξάρτητοι της θέλησής μου, δεν μου επέτρεψαν να σ’ ευχαριστήσω για το δώρο της «Υποψίας Πύρινης» και να το μελετήσω. Πρέπει να σου πω, ότι σπάνια έχω προβληματιστεί πάνω σε μια ποιητική συλλογή, που πρέπει να πω ότι δεν μοιάζει με άλλες, αφού, διαβάζοντας τα ποιήματά σου είχα την αίσθηση ότι «διαστέλλονταν» καταλαμβάνοντας μεγαλύτερο τόπο από εκείνον που οριοθετούν οι λέξεις και οι στίχοι. Γιατί κινούνται, απογειώνονται, σ’ αυτό τον «αείρροο κύκλο» του Σύμπαντος με οχήματα τον ήλιο, τη θάλασσα, τη φωτιά, τον ουρανό, τον αγέρα, την αλμύρα, το πέλαγος, το γαλάζιο, τα βράχια, τα ποτάμια, το ΦΩΣ, την ΑΝΟΙΞΗ και με κέντρο αυτού του «αείρροου κύκλου» τον ΆΝΘΡΩΠΟ, το ΦΩΣ. Τον ΆΝΘΡΩΠΟ-ΉΛΙΟ!

 

Η άηχη φωνή του Είναι σου, όπως θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, σμιλεύει νοήματα, υποψίες, τοπία και μορφές. Σαν «ιερή ελαφίνα», η ποίησή σου καλπάζει μαζί μ’ ένα «πλατάνι φως», χλοερό και αγέρωχο, στοχάζεται πως «όλα είναι από φως», αφού «ακόμα και η νύχτα τη θεία της όψη την έχει στραμμένη στο φως». Μέσα στις μορφές, αχνοφέγγει η μορφή της δασκάλας-ποιήτριας με τους «μαθητές της αυγής», που αντί για ρόπαλα τους θέλει να κρατούν στα χέρια «δυο κοχύλια, δυο βότσαλα». Μια μικρή πινελιά στον πίνακα της Σχολής της Αθήνας, που χαϊδεύει τις μεγάλες μορφές των μεγάλων δασκάλων.

 

Κάπου εκεί, στις αέρινες διαδρομές των στίχων σου συνάντησα και τον αγαπημένο μου δεκαπεντασύλλαβο, ακόμα και μια εύγλωττη μαντινάδα, που εισάγει την «Τρίτη Μέρα», που συγκλονίζει με κείνον τον ακροτελεύτιο στίχο. «Α!… να μη λυγίσω!», που πέρα από κείνους στους οποίους αφιερώνεται το ποίημα, απευθύνεται, πιστεύω, γενικότερα στον σκληρά δοκιμαζόμενο Άνθρωπο.

 

Χρεώθηκες και συ, Ποιήτρια, «να μεταφέρεις το χρησμό απείραχτο» σ’ ένα «αρχαίο σκηνικό» ναού Παρθενώνα, χέρι-χέρι με το Θαλή, τον Ηράκλειτο και το Σωκράτη, τον οποίο θέλεις να επιστρέφει εκείνο το ανεπίστρεπτο όμως κώνειο και να αποσύρει την απολογία του. Όμως το μεγαλείο τους έχει ήδη ποτίσει τη συνείδησή μας.

 

Πράγματι «είναι λάθος να αρχίσουμε πόλεμο/ αφού εσύ κι εγώ είμαστε ένα». Όμως οι σκληροί όροι της ύπαρξης, όπως λέει ο συγγραφέας-φιλόσοφος Διαμαντής Φλωράκης, τους οποίους δεν θέσαμε, υπαγορεύουν, ότι «ο Άλλος Άνθρωπος είναι εχθρός, είναι το μέσον για να υλοποιήσεις τις ανάγκες σου για δύναμη, κυριαρχία, ηδονή». Έτσι, στα «Δάκρυα» (σελ. 42), θέλω να πιστεύω, ότι αιωρείται και το ερώτημα «γιατί τόσος ζόφος Θεέ της αγάπης, γιατί τόσο αίμα, γιατί τόσος πόνος;»

 

Η «Υποψία Πύρινη» (σελ. 22) τροχοδρόμησε το βιβλίο σου, «έδειξε» τον Άνθρωπο-Ήλιο του οποίου η λάμψη αγκαλιάζει τους στίχους σου, και έτσι μου έδωσαν αυτή τη σαφή αίσθηση ότι τους διαστέλλει, τους πλαταίνει. Θεωρώ, ότι αυτό είναι από τις βασικές αρετές του βιβλίου σου, πολύ πέρα από τον αναμφισβήτητα ρέοντα λυρικό σου λόγο και τον πλούτο της τρυφερής, σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια χρήση της γλώσσας μας.

 

Φίλη Ποιήτρια, σ’ ευχαριστώ για την μοναδική ευωχία που μου προσπόρισε η «Υποψία Πύρινη». Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.

 

Μ’ όλη την εκτίμηση και την αγάπη μου,

Θανάσης Φροντιστής